δίπολο

δίπολο
Διάταξη που αποτελείται από δύο φυσικές σημειακές οντότητες, οι οποίες θα αλληλοεξουδετερώνονταν, αν ήταν τοποθετημένες στο ίδιο σημείο. Στο δ. έχουν καθορισμένη απόσταση μεταξύ τους, προφανώς διάφορη της μηδενικής. Το απλούστερο ηλεκτρικό δ. αποτελείται από δύο ίσα και αντίθετου σημείου ηλεκτρικά φορτία +9 και -9, τοποθετημένα σε απόσταση L. Ένα μαγνητικό δ. αποτελείται από τον βόρειο και τον νότιο πόλο ενός γραμμικού μαγνήτη, αν θεωρήσουμε ότι στα άκρα του είναι συγκεντρωμένες μία μαγνητική μάζα +m στον βόρειο πόλο και μία -m στον νότιο πόλο. Στη δυναμική των ρευστών, τα δ. αποτελούνται από μία πηγή, από την οποία αναβλύζει ρευστό, και από μία καταβόθρα, από την οποία διαφεύγει το ρευστό. Η πηγή έχει παροχή +α και η καταβόθρα –α. Μεταξύ των δύο υπάρχει ορισμένη απόσταση. Γύρω από ένα δ. δημιουργείται ένα πεδίο, το οποίο αποτελείται από την κατανομή των αποτελεσμάτων που οφείλονται στην παρουσία του στον γύρο χώρο: για παράδειγμα, την κατανομή της ταχύτητας του ρευστού στην περίπτωση των ρευστών. Κάθε δ. χαρακτηρίζεται από τη ροπή του Μ, η οποία παριστάνεται με ένα άνυσμα με φορά από το αρνητικό στοιχείο (-q, -m, -α) προς το αντίστοιχο θετικό (+q, +m, +α) κατά τη διεύθυνση του άξονα του δ. και με μέτρο ίσο αντίστοιχα με lq, lm, lα. Αυτή η ροπή μπορεί να είναι σταθερή ή μεταβλητή στον χρόνο. Στο μοριακό επίπεδο γίνεται επίσης λόγος για ηλεκτρικά δ., τα οποία διακρίνονται σε επαγόμενα και μόνιμα. Τα πρώτα εμφανίζονται σε μόρια που παρουσιάζουν ροπή δ. διάφορη από το μηδέν μόνο υπό την επίδραση ενός εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου. Τα δεύτερα, αντίθετα, υπάρχουν σε μόρια τα οποία παρουσιάζουν ροπή δ. διάφορη από το μηδέν ακόμα και σε απουσία εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου. Αυτή η παρουσία οφείλεται στην ιδιαίτερη διάσπαση των ηλεκτρικών φορτίων στον μοριακό χώρο (σε αυτή την περίπτωση γίνεται λόγος για πολικά μόρια). Η ανίχνευση των μοριακών δ. και ο υπολογισμός των σχετικών ροπών συνέβαλαν ουσιαστικά στη μελέτη των μοριακών δομών, στην εκτίμηση των συντονισμών των αρωματικών και κυκλικών ενώσεων, καθώς και στον προσδιορισμό των μοριακών ενώσεων.
* * *
το
βλ. δίπολος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • δίπολος — η, ο (Α δίπολος, ον) νεοελλ. 1. διπολικός 2. φρ. «δίπολη κεραία» κεραία με δύο ίσους αγωγούς 3. το ουδ. ως ουσ. το δίπολο α) σύστημα από δύο μαγνητικούς πόλους με ίσες αλλά ετερώνυμες ποσότητες μαγνητισμού β) σύστημα από δύο σημειακά ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… …   Dictionary of Greek

  • μαίανδρος — Διακοσμητικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από ευθείες γραμμές που κάμπτονται σε ορθές γωνίες και σχηματίζουν συνεχή σειρά επαναλαμβανόμενων ελιγμών. Το σχήμα πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Μαίανδρο (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας, που είναι… …   Dictionary of Greek

  • γεωμαγνητισμός ή γήινος μαγνητισμός — Όρος που αφορά το μαγνητικό πεδίο της Γης και την περιοχή του Διαστήματος κοντά στη Γη. Αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της γεωφυσικής και ασχολείται με τη μελέτη του γήινου μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών του, καθώς και με τα γεωφυσικά φαινόμενα… …   Dictionary of Greek

  • διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… …   Dictionary of Greek

  • δίπολη κεραία — Είδος κεραίας που χρησιμοποιείται συνήθως σε μικρές συχνότητες για να ξεχωρίζει κύματα με διαφορετικά επίπεδα πόλωσης. Η συνηθισμένη δ.κ. αποτελείται από δύο ίσους οριζόντιους αγωγούς, που τοποθετούνται ο ένας στην προέκταση του άλλου. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Κερ, Τζον — (John Κerr, Γλασκόβη 1824 – 1907). Σκοτσέζος φυσικός. Σπούδασε αρχικά θεολογία και αργότερα δίδαξε μαθηματικά στην πατρίδα του, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον Τόμσον. Έγινε διάσημος στον τομέα της ηλεκτρομαγνητικής για τις ανακαλύψεις του, οι… …   Dictionary of Greek

  • Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… …   Dictionary of Greek

  • πόλοι — Ονομάζονται π. τα σημεία στα οποία μια διάμετρος, κάθετη προς το επίπεδο ενός μεγίστου κύκλου μιας σφαίρας και διερχόμενη από το κέντρο της, συναντά την επιφάνεια της ίδιας σφαίρας. Υπάρχουν έτσι οι π. του Γαλαξία στο γαλαξιακό σύστημα, οι π. της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”